κονίποδες

κονίποδες
κονίποδες [ῑ], οἱ,
A dusty-foots, name for the serfs at Epidaurus, Plu. 2.291e; also κονιορτόποδες Hsch.s.v. κονίποδες.
II kind of shoe covering a small part of the foot, Ar.Ec.848, Poll.7.86: in EM529.2, and Suid., [full] κονιόπους.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κονίποδες — dusty foots masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίποδας — κονίποδες dusty foots masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίπους — κονίπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.) β) σανδάλια με στενά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”